Σελίδες

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Excidium

Κοιταξε
Ποση σκονη σε καλυπτει
Και ειναι βαρια σαν σιωπη
Εχεις σπασει τους καθρεφτες
Εχεις ραψει τα ματια σου
Να-
Βλεπεις τα χρωματα;
Βλεπεις ποσο δυσκολο ειναι τωρα;

Νυχτα
Και τα ρολογια δεν σε αφηνουν
Διψουν για χρονο
Σαν νερο κυλουν
Σαν νερο ηχουν
Να-
Εδω μετρας χρονια
Εδω σημαδευεις χαντρες

Θυμασαι
Καποτε κοιμοσουν ευκολα
Ομως μεγαλωσες
Ομως αλλαξες
Να-
Τελικα δεν προσεξες
Τελικα επεσες

Ματωσες
Φυσικα και δεν το ειδε κανεις
Ψεματα σου ειχαν πει
Ειναι αχρωμο τελικα
Ειναι νερο
Να-
Παρε να ξεπλυθεις
Παρε να ονειρευτεις

Τι κριμα
Εσπασε το κολιε που χρονια εφτιαχνες
Μα δεν πειραζει
Στο χερι σου επεσαν
Στο νερο σου για να φτασουν
Να-
Παρε να πιεις
Παρε και τις χαντρες

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Fallen

Τα παιδιά τρέχουν στις πλατείες παίζοντας με σκονισμένες σύριγγες και ακρωτηριασμένα περιστέρια. Τα κομμάτια της μεγαλούπολης, ένα παζλ σκορπισμένο στο πάτωμα, ραγίζουν και σπάνε σαν καθρέφτες.
Όλα κύκλοι, ρόδες που αδιάκοπα διαγράφουν τροχιές τριακοσίων εξήντα μοιρών.
Οι στάχτες των αμέτρητων νεκρών ονείρων, ταξιδεύουν θλιμμένες στα απορριματοφόρα.
“Σκόνη” τα ονομάουν οι υλιστές.
Υπάρχω και ‘γω σε αυτό το πλήθος των πλασμάτων και των ιδεών. Βαδίζω προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τυφλή και κενή, πέφτω στα γόνατα και αφήνομαι να ποδοπατηθώ από το πλήθος. Κουράστηκα να του εναντιόνομαι. Τι μπορώ να αλλάξω; Τι μπορώ να κάνω; Με τι δύναμη να κλείσω τη ζωή μου μακριά τους;
Μια φορά πέταξα ψηλά, και όλοι του μεταμορφώθηκαν σε ξυράφια για να μου κόψουν τα φτερά, μα από λάθος μου χαράκωσαν τα χέρια…
Τους νιώθω. Δεν με νοιάζει πια. Συνήθησα.Τους νιώθω όλους. Τα μικρά μίση τους, τους εγωϊσμούς τους, τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη μιας άστεγης γάτας…
Όλα γεννιούνται και πεθαίνουν, μα τίποτα δεν τελειώνει.
Τα παιδιά μεγάλωσαν και παίζουν ακόμα βελάκια, αλλά αυτη τη φορά στοχεύοντας τους εαυτούς τους, και οι ρόδες κάνουν πάντα κύκλους, ακούραστοι φρουροί του άγχους.
Τρόμος και αίμα στην άκρη αυτής της πένας –σκλάβας της νοσταλγίας.
Πόνος, Θάνατος και Οξύ, οι λέξεις που γεμίζουν τα χαρτιά ενός μαστούρη Χρόνου.
Και το πλήθος…
Ω Μορφέα! Δεν σταματάει ποτέ; Δεν κουράζεται ποτέ; Δεν κοιμάται ποτέ;
Δεν ονειρεύεται… Ξεσκονίζει αιώνια τις στάχτες των ονείρων. Της αθωότητας των παιδικών τους αναμνηήσεων στις πλατείες.
Δεν μπορώ να σηκωθώ… Μου τσάκισαν τα πόδια με την ορμή τους.
Δεν θα με ακούσει κανείς εδώ κάτω.